- αλογογράφητος
- ἀλογογράφητος, -ον (Μ) [λογογραφῶ]αυτός που δεν εξιστορήθηκε ή δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια, ανεκδιήγητος, απερίγραπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλογογράφητον — ἀλογογράφητος undescribed masc/fem acc sg ἀλογογράφητος undescribed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)